- πυρηφόρος
- -ον, Α(ποιητ. τ.) βλ. πυροφόρος (II).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυρηφόρον — πῡρηφόρον , πυρηφόρος wheatbearing masc/fem acc sg πῡρηφόρον , πυρηφόρος wheatbearing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυροφόρος — (pyrophorus). Γένος κολεόπτερων των θερμών περιοχών της Αμερικής. Οι π. είναι μεγάλα έντομα, καστανά ή κοκκινωπά, που μπορούν να εκπέμπουν δυνατή φωσφορίζουσα λάμψη. Στη Νότια Αμερική είναι γνωστά ως κουκούγιος. Οι γυναίκες ορισμένων φυλών… … Dictionary of Greek